τακτικότητα

τακτικότητα
regularity

Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary). 2015.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • τακτικότητα — η, Ν η ιδιότητα τού τακτικού. [ΕΤΥΜΟΛ. < τακτικός. Η λ., στον λόγιο τ. τακτικότης, μαρτυρείται από το 1849 στον Θ. Παπάζογλου] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”